περιαιρετός

περιαιρετός
η , όν
1) накладной (о золоте и т. п.); 2) съёмный; приставной (о лестнице)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "περιαιρετός" в других словарях:

  • περιαιρετός — ή, ό / περιαιρετός, ή, όν, ΝΑ [περιαιρώ] αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» η ανεμόσκαλα β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.) …   Dictionary of Greek

  • περιαιρετόν — περιαιρετός that may be taken off masc acc sg περιαιρετός that may be taken off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρετούς — περιαιρετός that may be taken off masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρετῆς — περιαιρετός that may be taken off fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρετῷ — περιαιρετός that may be taken off masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»